- φθεγγόμενος
- φθέγγομαιutter a soundpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
TUBA — Tyrrhenorum inventum, Plin. l. 7. c. 56. a tubo, seu canali, quem refert, dicta, priscis Graecis ignota fuit. Unde illos, Tubarum locô, conchis uti consuevisse, legimus, apud Hesychium, Κόχλοις τοῖς ςθαλαττίοις ἐχρῶντο, πρὸ τῆς τῶ σαλπίγγων… … Hofmann J. Lexicon universale
ευρύοπα — εὐρύοπα, ὁ (Α) 1. αυτός που ηχεί σε μεγάλη έκταση («εὐρύοπα κέλαδον φθεγγόμενος») 2. (επίθ. τού Διός) αυτός που βλέπει μακριά, σε μεγάλη έκταση. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ευρύοπα απαντά ως προσωνυμία τού τ. Ζην ή Κρονίδην στην αιτιατ., αλλά και στην ονομαστ … Dictionary of Greek
ՊՂԾԱԽՕՍ — ( ) NBH 2 0653 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 11c ա. αἵσχρα φθέγγόμενος, αἱσχρολόγος obscoena loquens, turpiloquus. Որ պիղծ բանս խօսի. պղծաբան. պղծաշուրթն. պղծաբարբառ. *Երթաս լսել զբարբառ պղծախօս կանանց. Ոսկ. յհ. ՟Ա. 1: *Ի … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)